fakinou sel layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. page...

256
fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 1

Upload: others

Post on 12-Aug-2020

1 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

  • fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 1

  • fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 2

  • Οδυσσέας και Μπλουζ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 3

  • ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΦΑΚΙΝΟΥΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

    j

    ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ�

    Tο έβδομο ρούχο, 1983

    H μεγάλη πράσινη, 1987

    Zάχαρη στην άκρη, 1991

    Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα, 1994

    Eκατό δρόμοι και μία νύχτα, 1997

    Τυφλόμυγα, 2000

    Ποιος σκότωσε τον Μόμπυ Ντικ;, 2001

    Έρως, Θέρος, Πόλεμος, 2003

    Η μέθοδος της Ορλεάνης, 2005(Bραβείο Aναγνωστών 2005)

    Για να δει τη θάλασσα, 2008

    Οδυσσέας και Μπλουζ, 2010

    ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

    Φιλοδοξίες κήπου, 2007(Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2008)

    ΠΑΙΔΙΚΑ

    Ξύπνα, Nτενεκεδούπολη, 1980

    Tο μεγάλο ταξίδι του Mελένιου, 1980

    O κύριος Oυλτραμέρ, 1980

    ΤΕΧΝΕΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ (ΘΕΑΤΡΟ)

    Nτενεκεδούπολη(πέντε έργα για κουκλοθέατρο), 2006

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 4

  • ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖΜυθιστόρημα

    � �

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 5

  • © Copyright Ευγενία Φακίνου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2010

    Έτος 1ης έκδοσης: 2010

    Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με ο-ποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιον δήποτε τρόποαναπα ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς ΣύμβασηςΒέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειο -θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυ-πικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31e-mail: [email protected]

    www.kastaniotis.com

    ISBN 978-960-03-5114-9

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 6

  • ΕΙΧΕ ΑΦΗΣΕΙ προ πολλού την Εθνική οδό και είχε δια-σχίσει τις μεγάλες καλλιέργειες εσπεριδοειδών. Οδρόμος ανηφόριζε ήσυχα. Πέρασε έξω από ένα χω-

    ριό και συνέχισε ν’ ανεβαίνει. Σε λίγο φάνηκαν μπροστάτης τα ωραία, χιονισμένα βουνά. Στο σταυροδρόμι ακο-λούθησε την πινακίδα κι έστριψε δεξιά. Βρισκόταν σ’ ένανμικρό επαρχιακό δρόμο με οπωροφόρα γυμνά από φύλλα,τέλος Φλεβάρη πια. Οι φτέρες στις παρυφές του δρόμου εί-χαν το βαθύ χρώμα του ψημένου ψωμιού και ήταν τσακι-σμένες από τα χιόνια που είχαν πέσει.

    Μετά από μερικές στροφές μπήκε σ’ ένα τεράστιο δά-σος από έλατα. Σκοτείνιασε ο τόπος, τα δέντρα υψώνοντανκι έκρυβαν τον ουρανό. Δεξιά κι αριστερά όσο έφτανε τομάτι της, έβλεπε τους κορμούς των ελάτων να διαγράφο-νται στο λίγο χιόνι που είχε απομείνει στα μέρη όπου δενέφτα νε ποτέ ο ήλιος.

    Κάτι κινήθηκε σαν αστραπή στα δεξιά της και χάθηκεπριν προλάβει να καταλάβει τι ήταν. Ένα δέος την πλημ-

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 7

  • μύρισε, ο προαιώνιος φόβος του μοναχικού ανθρώπου μέσασ’ ένα δάσος.

    Και τότε είδε να αιωρείται από τα κλαδιά ενός ελάτουμια κρεμασμένη αλεπού. Την είχαν δεμένη από το κεφάλιμε σύρμα κι ο αέρας την κουνούσε σαν τρομακτικό εκκρε-μές. Πάτησε λίγο γκάζι για να φύγει πιο γρήγορα από τοαποτρόπαιο θέαμα. Ποιον ήθελαν να φοβίσουν ή να προει-δοποιήσουν; Τις άλλες αλεπούδες ή τους ξένους που τολ-μούσαν να περάσουν το δάσος τους;

    Συνέχισε το δρόμο της μ’ ένα αίσθημα δυσφορίας. Σελίγο έφτασε στα τελευταία δέντρα. Μπροστά της απλωνό-ταν ένα μεγάλο οροπέδιο. Συστάδες κυπαρισσιών προφύ-λασσαν τις καλλιέργειες από τους βοριάδες. Δέντρα φυτε-μένα τακτικά σε αράδες, δημιουργούσαν μια τεράστια σκα -κιέρα. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και βγήκε από τοαυτοκίνητο. Ο αέρας όρμησε πάνω της σαν να την αναζη-τούσε, σαν να της προμηνούσε κάτι.

    Πού πάω να μπλέξω; αναρωτήθηκε η κοπέλα και μπή-κε πάλι βιαστικά στ’ αυτοκίνητό της.

    Είδε μια πινακίδα που έγραφε «Καλώς ήρθατε στον Κε-ρασότοπο». Την προσπέρασε κι έφτασε σ’ ένα πέτρινο γε-φυράκι. Το νερό κατέβαινε ορμητικό προς τον κάμπο. Τώραφαινόταν καθαρά το χωριό με τα λιγοστά σπίτια και το κα-μπαναριό της εκκλησίας να εξέχει. Αγροτόσπιτα ξεχώρι-ζαν σκόρπια, σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, λεςκι ήταν μαλωμένα.

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 8

  • Διέκρινε έξω από το χωριό ένα εντυπωσιακό κόκκινοσπίτι με πυργίσκο και σε μικρή απόσταση ένα μπλε σπίτι.Σ’ αυτό πήγαινε, στο μπλε σπίτι.

    Ο δρόμος που οδηγούσε προς τα εκεί ήταν στρωμένοςμε καλοπατημένο χαλίκι. Έφτασε σε μια μεγάλη αυλόπορ-τα με δυο τεράστιους κέδρους δεξιά κι αριστερά της. Μιαπινακίδα έγραφε «Αγροτουριστικός Ξενώνας Η ΛΕΒΑΝΤΑ».Και πράγματι, βραγιές με λεβάντες κάλυπταν όλο το χτή-μα, χωρίς όμως τ’ αρωματικά λουλούδια τους, η εποχή τηςανθοφορίας είχε περάσει από το καλοκαίρι. Το χώμα ανά-μεσα στα φυτά έκανε ωραία αντίθεση με το σκουρόχρωμοφύλλωμα. Οδήγησε μέχρι την είσοδο του ξενώνα και πάρ-καρε κάτω από ένα υπόστεγο.

    Κοίταξε το διώροφο κτίσμα που είχε σκεπή όχι από κε-ραμίδια αλλά από πλατιές πλάκες όπως τα πηλιορείτικα.Ήταν όλο βαμμένο μ’ ένα μπλε-μοβ χρώμα, το χρώμα τηςλεβάντας. Στον πάνω όροφο τα παραθυρόφυλλα ήταν κλει-στά, σημάδι ότι δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες.

    Η μεγάλη πόρτα της εισόδου άνοιξε πριν τη χτυπήσει κιεμφανίστηκε μια νέα γυναίκα. Την καλωσόρισε χαρούμενηκαι την πέρασε στο εσωτερικό.

    «Σας περιμέναμε. Ελάτε, να πιείτε ένα τσαγάκι, ένανκαφέ, να ξεκουραστείτε από την οδήγηση», της είπε και τηςέδειξε ένα μεγάλο τραπέζι. «Η γιαγιά μου η Δήμητρα»,της σύστησε τη γερόντισσα που καθόταν σ’ ένα σκαμνί πλάιστο τζάκι.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 9

  • Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της σαν χαιρετισμό. «Είμαι η Ελένη», αυτοσυστήθηκε η νέα γυναίκα, ενώ έ-

    βαζε φλιτζάνια και πιατάκια με κουλούρια και κέικ στοτραπέζι.

    «Με λένε Μπλουζ», είπε η κοπέλα όσο πιο καθαρά μπο-ρούσε.

    «Τι είπε; Μπλούζα;» ρώτησε η γερόντισσα παραξενε-μένη.

    «Μπλουζ, γιαγιά. Μπλουζ τη λένε», είπε χαμογελώνταςη Ελένη, σαν να ζητούσε την κατανόηση της πελάτισσάςτης.

    «Κι από πού βγαίνει;» επέμεινε η γερόντισσα, χωρίς ν’αφήσει ένα κουρελάκι που έπαιζε στα χέρια της.

    «Έτσι, σκέτο. Μπλουζ», απάντησε η κοπέλα υπομονε-τικά.

    «Ξενικό θα ’ναι», μονολόγησε η γιαγιά, πιο πολύ για τονεαυτό της το είπε.

    «Τσάι ή καφέ;» ρώτησε η Ελένη.Η Μπλουζ ζήτησε τσάι, ενώ παρατηρούσε το χώρο. Ή-

    ταν μια μεγάλη αίθουσα υποδοχής και τραπεζαρία συγχρό -νως. Απροσδόκητα καλόγουστη, έπρεπε να ομολογήσει.Το πέτρινο τζάκι είχε μεγάλο άνοιγμα και μέσα του έκαι-γαν δυο τεράστια κούτσουρα. Οι τοίχοι είχαν επένδυση απόκορμούς δέντρων και υπήρχαν κάδρα που απεικόνιζαν λε-βάντες. Ένα υφαντό κιλίμι, σύγχρονης τέχνης, σε αποχρώ-σεις μπλε-μοβ, κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του τοίχου. Στο

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 10

  • ίδιο χρώμα και τα μαξιλάρια του καναπέ, ακόμα και τασερβίτσια.

    «Πολύ ωραία τα έχετε φτιάξει. Όλα αρμονικά», είπε ηΜπλουζ.

    Η Ελένη την ευχαρίστησε και της είπε ότι προσπάθη-σαν πολύ να προβάλουν τη λεβάντα.

    «Σ’ αυτήν τα χρωστάμε όλα», είπε και κάθισε απέναντιστην Μπλουζ.

    Έπιναν ήσυχα το τσάι τους. Η οικοδέσποινα ένιωσε ότιέπρεπε να μιλήσει και να δημιουργήσει μια φιλική ατμό-σφαιρα.

    «Το χτήμα ήταν της οικογένειας της μητέρας μου...»ξεκίνησε να λέει.

    «Δικό μου ήταν και της το ’γραψα», διευκρίνισε η γερό-ντισσα.

    Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της και συνέχισε:«Παλιά καλλιεργούσαν στάρι και κριθάρι, αλλά με τα

    χρόνια...»«... έπεσε η τιμή, έπεσαν και τα χέρια», συμπλήρωσε η

    γιαγιά της.Η Ελένη είπε στην Μπλουζ ότι αποφάσισαν με τον ά-

    ντρα της να έρθουν εδώ, πριν από δώδεκα χρόνια, γιατί δεντους ταίριαζε η ζωή στην Αθήνα. Εκείνος είχε σπουδάσειτεχνολογία τροφίμων κι ήθελε να ασχοληθεί με την τυροκο -μία. Είχε επισκεφθεί τη Γαλλία και είχε μάθει πολλά μυ-στικά. Η ίδια αποφάσισε να στραφεί στα βότανα. Κατέλη-

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 11

  • ξε στη λεβάντα γιατί το κλίμα και το υψόμετρο –το χωριόβρίσκεται στα χίλια μέτρα– ήταν κατάλληλα. Ο βαρύς χει-μώνας με τα πολλά χιόνια δεν επέτρεπαν άλλα φυτά, ενώγια τη λεβάντα ήταν ιδανικά.

    «Και τα καταφέρνετε μόνη σας;» ρώτησε η Μπλουζ ε-ντυπωσιασμένη.

    «Όχι βέβαια. Βάζουμε εργάτες για το όργωμα, τα ξε-βοτανίσματα και μετά στη συγκομιδή. Πάντως από άλλεςκαλλιέργειες είναι προτιμότερη. Έχει λιγότερα εργατικά.Μόνο στο κόψιμο των λουλουδιών...»

    «... γίνεται της τρελής», συμπλήρωσε η γιαγιά.Η Μπλουζ χαμογέλασε με την αμεσότητα της γερό-

    ντισσας.«Θέλει να πει η γιαγιά πως όταν κόβουμε τα άνθη γίνε-

    ται πόλεμος. Ο έμπορος περιμένει από το χάραμα με το φορ -τηγό, αλλά το κόψιμο πρέπει να γίνει αφού φύγει το πρωινόπούσι. Κι έτσι φρεσκοκομμένα όπως είναι πρέπει να πάνεστο εργοστάσιο, να γίνει η επεξεργασία και να βγει το αι-θέριο έλαιο. Είναι και βιολογική καλλιέργεια, χωρίς φάρ-μακα και ψεκασμούς», είπε η Ελένη.

    «Όλο πάει για αιθέριο έλαιο;» ρώτησε η Μπλουζ.Η Ελένη της εξήγησε ότι κρατούσε μια μικρή ποσότη-

    τα, που την άφηνε να ξεραθεί φυσικά και μετά τη συσκεύα -ζε σε μικρά πάνινα σακουλάκια, για ν’ αρωματίζουν ρούχακαι να διώχνουν το σκώρο.

    «Τα χαρίζω στους πελάτες μας», είπε η Ελένη.

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 12

  • «Τα πουλάμε κιόλας», συμπλήρωσε με νόημα η γιαγιά.«Ε, καλά, όχι σπουδαία πράγματα. Δυο τρία τουριστι-

    κά μαγαζιά απ’ τα παράλια έρχονται και παίρνουν. Θα μεί-νετε πολύ;» ρώτησε η Ελένη.

    «Αρκετά νομίζω. Ήρθα να ξεκουραστώ και να δουλέψωλίγο», είπε επιφυλακτικά η Μπλουζ.

    «Και τα δυο μαζί δε γίνονται», σχολίασε η γιαγιά, πουδεν έχανε λέξη από τη συζήτηση.

    «Ξέρει εκείνη, γιαγιά», προσπάθησε να τα διορθώσει ηΕλένη. «Όταν θα έχετε τελειώσει το τσάι σας, να σας δεί-ξω το δωμάτιό σας. Θα είστε κουρασμένη...»

    Η Μπλουζ έσπρωξε το φλιτζάνι της, σημάδι ότι είχε τε-λειώσει και σηκώθηκε.

    Ανέβηκαν μια ωραία πέτρινη σκάλα κι έφτασαν σ’ ένανφαρδύ διάδρομο.

    «Σας διάλεξα το καλύτερο δωμάτιο, με θέα στα βουνάκαι στον κάμπο. Άλλωστε είστε η μοναδική μας πελάτισ-σα», είπε η Ελένη ενώ ξεκλείδωνε μια πόρτα. Άνοιξε ταπαντζούρια και έδειξε στην Μπλουζ τη θέα.

    Απέναντι τα βουνά έφεγγαν από το χιόνι και ολόγυρα οκάμπος απλωνόταν ήσυχα. Τα σπίτια του χωριού διακρί-νονταν με δυσκολία ανάμεσα απ’ τα έλατα, τα κυπαρίσσιακαι τ’ αγριόκεδρα.

    «Τι ωραίο σπίτι!» είπε η Μπλουζ δείχνοντας το Κόκκι-νο Σπίτι. «Έχει και πύργο!»

    «Ναι. Είναι αρκετά παλιό. Ανήκει σε μια οικογένεια κε-

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 13

  • ράδων... Δηλαδή έχουν εργοστάσιο κεριών...» είπε επιφυ-λακτικά η Ελένη. Ήταν φανερό ότι είχε διαλέξει με προσο-χή τις λέξεις της.

    Εδώ είμαστε λοιπόν, σκέφτηκε η Μπλουζ μ’ ανακούφι-ση, επειδή δε θα χρειαζόταν να κάνει άλλες ερωτήσεις.

    «Σας έλεγα», προσπάθησε να γυρίσει την κουβέντα ηΕλένη, «ότι είστε η μοναδική μας πελάτισσα. Έχουμε κό-σμο τα Χριστούγεννα, αυτούς που προτιμάνε να μένουν εδώστην ησυχία και να πηγαίνουν στο χιονοδρομικό για σκι.Και το καλοκαίρι έχουμε όσους θέλουν δροσιά και ξηρό κλί -μα. Υγρασία μηδέν και πάντα φυσάει ένα απαλό αεράκι. Πα -λιά έφερναν στο χωριό όσους είχαν προβλήματα με τουςπνεύμονες. Υπήρχε ένα πρεβαντόριο στη στροφή, αλλά κα-τέρρευσε με τους σεισμούς και το παράτησαν. Σας αρέσειτο δωμάτιο;»

    «Πολύ ωραίο», είπε η Μπλουζ, και καταλαβαίνοντας ότι η άλλη περίμενε κάτι παραπάνω συνέχισε: «Θα βολευ-τώ θαυμάσια. Έχει και τραπέζι για να γράφω. Κάνω με-ταφράσεις», είπε, ενώ σκεφτόταν ότι όταν αρχίζουν τα ψέ-ματα δεν έχουν τέλος.

    «Να σας ρωτήσω για το φαγητό», είπε η Ελένη. «Αυτήτην εποχή η ταβέρνα του χωριού είναι κλειστή. ΔουλεύουνΧριστούγεννα και όταν ανοίξει ο καιρός, από τον Απρίληκαι μετά. Επομένως θα τρώτε μαζί μας. Εννοώ από το φα-γητό που μαγειρεύω για μας. Και θα το κουβεντιάζουμε από την προηγουμένη, ώστε αν κάτι δε σας αρέσει να το

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 14

  • απο φεύγουμε. Πάντως θα είναι σπιτικό φαγητό, καλομα-γειρεμένο».

    «Ό,τι φτιάχνετε, μην ανησυχείτε για μένα».Η Ελένη τη βοήθησε ν’ ανεβάσουν τον ταξιδιωτικό της

    σάκο και μια μικρή βαλίτσα, και την άφησε να ησυχάσει,αφού συμφώνησαν να βρεθούν στη μία η ώρα για φαγητό.Το τελευταίο το είπε η Ελένη σχεδόν απολογούμενη, επει-δή έτρωγαν νωρίς στα μέρη τους.

    Η Μπλουζ, μόνη πια στο δωμάτιο, άρχισε να τακτοποιείτα πράγματά της. Κρέμασε τα ρούχα στην ντουλάπα κιάνοι ξε το πρώτο συρτάρι για να βάλει τα εσώρουχα. Έκ-πληκτη είδε στο βάθος του ένα ζευγάρι παιδικά γάντια απόλευκό δέρμα. Κάποιος τα ξέχασε, σκέφτηκε, κι απόρησεπου υπήρχαν ακόμα παιδιά που φορούσαν λευκά γάντια. Ταπεριεργάστηκε, είδε ότι δεν ήταν γάντια για χειμερινά σπορκαι τα έφερε στη μύτη της. Μια μυρωδιά ροδάκινου αναδι-νόταν από το απαλό δέρμα. Σίγουρα κάποιος πελάτης ταείχε ξεχάσει. Θα τα έδινε αργότερα στην Ελένη.

    Τελείωσε με την τακτοποίηση και βγήκε στο μπαλκόνι.Ήταν μακρόστενο και κοινό για όλα τα δωμάτια. Η σκεπήπροεκτεινόταν μέχρι τα ξύλινα κάγκελα, ένα κλασικό χω-ριάτικο χαγιάτι. Έφτασε στην άλλη άκρη του και τότε δια-πίστωσε ότι το σπίτι ήταν χτισμένο δέκα μέτρα από την άκρη ενός τεράστιου γκρεμού. Κάτω ανοιγόταν το χάος, ενώ στις πλαγιές των απέναντι βουνών μέτρησε εφτά χω-ριά διασκορπισμένα.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 15

  • Ο καιρός είχε βαρύνει, μαύρα σύννεφα είχαν κατέβει χα-μηλά, η ομίχλη ορμούσε σαν καπνός από τον γκρεμό καιγρήγορα σκέπασε όλη τη θέα. Όπου να ’ταν θ’ άρχιζε η βροχή.

    Γύρισε πάλι στην άλλη άκρη του μπαλκονιού, μπροστάαπό το δωμάτιό της. Το Κόκκινο Σπίτι με τον πύργο τουξεχώριζε ανάμεσα στα δέντρα και την περίμενε.

    � �

    Το μεσημέρι, που κατέβηκε στην τραπεζαρία, είδε ότι η Ε-λένη είχε στρώσει στη μια άκρη του τραπεζιού ένα λευκότραπεζομάντιλο.

    «Βρήκα αυτά στο συρτάρι», είπε η Μπλουζ και της πα-ρέδωσε τα λευκά δερμάτινα γάντια.

    «Παιδικά γάντια; Περίεργο, δεν είχαμε παιδιά τα Χρι-στούγεννα, ε, γιαγιά;» ρώτησε παραξενεμένη η Ελένη.

    «Δεν είχαμε. Ευτυχώς. Γιατί ανακατεύουν τον τόπο,τρώνε όπου βρούνε και δε μ’ αφήνουν στην ησυχία μου»,μουρμούρισε η γερόντισσα.

    «Θα τα φυλάξω στη ρεσεψιόν, κι αν τα ζητήσει κάποιος,καλώς... Λοιπόν, έχω φτιάξει για το καλωσόρισμα κόκορακοκκινιστό με χυλοπίτες», είπε η Ελένη κι έφερε την πια-τέλα.

    «Μπούτι για μένα», είπε η γιαγιά χωρίς περιστροφές.«Πολύ νόστιμο, μπράβο σας», σχολίασε η Μπλουζ αφού

    δοκίμασε. «Από τα δικά σας πουλερικά;»«Μπα. Το πήρα απ’ το χωριό. Εμείς εδώ δεν έχουμε ζω-

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 16

  • ντανά, εκτός απ’ τα σκυλιά. Δεν ήθελα τη μυρωδιά του κο-τετσιού, και τα κακαρίσματα μπορεί να ενοχλούσαν τουςπελάτες. Σε άλλα αγροτουριστικά έχουν. Εμείς μόνο λε -βάντες», είπε η Ελένη χαμογελαστή.

    «Και τα κοπάδια για το γάλα των τυριών;»«Ούτε κοπάδια σ’ εμάς. Ο άντρας μου συνεργάζεται με

    το μεγάλο τυροκομείο που βρίσκεται στη λίμνη. Είναι πιοβολικό. Χρησιμοποιεί τους κάδους, τα ξηραντήρια και τιςαίθουσες ωρίμανσης του τυροκομείου. Κατσικήσιο γάλαπαίρνει απ’ τους βοσκούς της περιοχής. Κάνει τα δικά τουτυριά με στάχτη...»

    «Με στάχτη;» ρώτησε έκπληκτη η Μπλουζ.«Είναι μια τεχνική που έμαθε στη Γαλλία. Όχι επειδή εί-

    ναι άντρας μου, αλλά φτιάχνει σπουδαία τυριά. Μικρά κεφά-λια σε σχήμα πυραμίδας ή κυλινδρικό, που τα καλύπτει μεστάχτη είτε με φύλλα καστανιάς. Δεν έχω να σας προσφέρωνα δοκιμάσετε, γιατί μόλις άρχισε η παραγωγή και δεν έχουνωριμάσει. Κάνει μικρές ποσότητες που προορίζονται για έναμεγάλο κατάστημα ντελικατέσεν της Αθήνας», εξήγησε ηΕλένη και τα μάτια της καμάρωναν για τον άντρα της.

    Η Μπλουζ ήπιε μια γουλιά κρασί να πάει κάτω η πίκρατης. Τη μάτωνε η αγάπη και το καμάρι της Ελένης για τονάντρα της. Η ίδια δεν είχε νιώσει έτσι ποτέ και για κανέ-ναν. Μια σειρά αποτυχιών ήταν η ερωτική της ζωή.

    � �

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    o

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 17

  • Όταν ανέβηκε πάλι στο δωμάτιό της, πήρε τηλέφωνο τονεκδότη και αφεντικό της. Του είπε ότι έφτασε, ότι μάλλονβρήκε το σπίτι του συγγραφέα και ότι θα τον επισκεπτόταντο απόγευμα αν το επέτρεπε ο καιρός. Ο άλλος επέμεινε νατο κάνει οπωσδήποτε, ο χρόνος πίεζε αν ήθελαν να κυκλο-φορήσει το βιβλίο το φθινόπωρο. Ήθελε να του πει ότι πε-ρίμενε τόσα χρόνια, τώρα τον έπιασε η βιασύνη; Αλλά είπεαπλώς «Εντάξει».

    Το απόγευμα άνοιξαν οι ουρανοί. Η βροχή έπεφτε ρα-γδαία και δεν έβλεπες πάνω από δυο μέτρα. Το χωριό είχεχαθεί, το ίδιο και τα βουνά. Ήταν αδύνατον να βγει με τέ-τοιον καιρό. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άνοιξε την τηλεόρα-ση. Έκανε ένα γύρο στα κανάλια. Χάλια. Κουτσομπολιάκαι πάλι κουτσομπολιά. Ένας παράλληλος κόσμος υπήρχεερήμην της. Έκλεισε την τηλεόραση. Την απασχολούσεπολύ η πρώτη συνάντηση με το συγγραφέα. Τι θα του έλε-γε; Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε αυτή την αποστο-λή τη βασάνιζε. Τι θα του έλεγε; Την αλήθεια; Ή κάποιοψέμα που όμως θα βοηθούσε στην εξέλιξη; Όσες φράσειςείχε προετοιμάσει τις είχε απορρίψει.

    Η βροχή τη νανούρισε όμορφα και αποκοιμήθηκε με ταρούχα. Την ξύπνησε ένας ακαθόριστος ήχος. Κάτι υπήρχεέξω στο χαγιάτι. Σηκώθηκε χωρίς ν’ ανάψει φως. Φοβή-θηκε να βγει και να δει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει.Σε λίγο κατάλαβε ότι ήταν ο κισσός που τριβόταν στοντοίχο σαν ν’ αναστέναζε. Πήρε κουράγιο κι άνοιξε την

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 18

  • μπαλκονόπορτα. Η νύχτα είχε φουντώσει αλλά είχε ξαστε-ριά. Τα σύννεφα είχαν διαλυθεί. Τα χιονισμένα βουνά έλα-μπαν στο σκοτάδι και τα φώτα των χωριών είχαν ανάψει.Τα εφτά χωριά έπλεαν μέσα στη νύχτα. Το πρώτο αστέριτο είδε χαμηλά, στους κέδρους της εισόδου. Το δεύτεροαστέ ρι το είδε ψηλά, πάνω από το δάσος. Το τρίτο αστέριπάνω από το χωριό. Κάτασπρος ο γαλαξίας, έτρεχε ποτά-μι στον ουρανό. Τρία, τέσσερα, δώδεκα άστρα μέτρησε καιησύχασε η ψυχή της.

    Ένιωσε την υγρασία και μπήκε πάλι στο δωμάτιο. Άνοι -ξε το φως και είδε την ώρα στο κινητό της. Έντεκα παράτέταρτο. Πολύ αργά για να κατέβει στην τραπεζαρία, πολύνωρίς για να κοιμηθεί. Έκλεισε τα παντζούρια, άλλαξε,φόρεσε τις πιτζάμες της κι άνοιξε την τηλεόραση. Είχε τύ-χη κι έπεσε σε μια καλή ταινία. Κοιμόταν και ξυπνούσε μετην τηλεόραση ανοιχτή.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 19

  • ΚΑΤΕΒΗΚΕ στην τραπεζαρία κατά τις εννιά το πρωί.Η Ελένη έλειπε, είχε πάει με τον άντρα της γιαδουλειές, όπως της είπε η γιαγιά. Η καφετιέρα είχε

    ζεστό καφέ. Τα κουλουράκια και το κέικ στη θέση τους.Ήπιε τον καφέ της χωρίς ν’ ανταλλάξει μια κουβέντα με τηγερόντισσα, που έκοβε σε λουρίδες ένα ύφασμα και μετά τοτύλιγε σε κουβάρι. Έπλυνε το φλιτζάνι της και νοικοκύρε-ψε το πιάτο με τα κουλούρια στον πάγκο.

    «Τι θα κάνεις τώρα;» τη ρώτησε η γιαγιά, χωρίς να ση-κώσει το βλέμμα της.

    «Θα πάω μια βόλτα. Ο καιρός έφτιαξε. Δε βρέχει καιδεν κάνει κρύο. Θα τα πούμε το μεσημέρι».

    Έβαλε το σακίδιο στην πλάτη και βγήκε έξω. Διέσχισετο δρομάκι ανάμεσα απ’ τις λεβάντες και πήρε το χωματό-δρομο προς το Κόκκινο Σπίτι. Το χώμα άχνιζε, η γη ανά-σαινε. Πατούσε τα πεσμένα φύλλα από τα δέντρα κι αυτάέτριζαν μαλακά, μουλιασμένα από τη βροχή. Στο βάθος τασπίτια του χωριού κάπνιζαν αρειμανίως.

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 20

  • Πέρασε το γεφυράκι ενός μικρού ποταμού που το νερότου έτρεχε θολό από τη χτεσινή νεροποντή. Τα πεύκα μετους λεπιασμένους κορμούς έλαμπαν και τ’ αγριόκεδρα μο-σχοβολούσαν. Άρχισε πάλι να ψιχαλίζει. Η βροχή έπεφτεπολύ ψιλή πάνω στα δέντρα και στους θάμνους. Άλλον ήχοέκανε στο πεύκο, άλλον στους κέδρους κι άλλον στις κου-μαριές. Όλα μουρμούριζαν σε διαφορετικό τόνο.

    Σήκωσε την κουκούλα του μπουφάν της και προχώρησεπιο γρήγορα προς το Κόκκινο Σπίτι. Στην αυλόπορτα υ-πήρχε μια πινακίδα που έγραφε «Απαγορεύεται η Είσο-δος», όμως δεν υπήρχε λουκέτο ή σύρτης. Έσπρωξε τη σι-δερένια πόρτα και μπήκε. Το σπίτι φαινόταν στο βάθος.Προχώρησε προς τα εκεί.

    Μια ψυχή θα βγει που θα βγει, σκέφτηκε η Μπλουζ.Τα δέντρα, αρκετά από αυτά φυλλοβόλα, είχαν γυμνά

    κλαδιά που υψώνονταν σαν χέρια. Τα περισσότερα όμωςδιατηρούσαν το φύλλωμά τους. Πράσινα σκούρα τα έλατα,έντονα πράσινα τα πεύκα και ανοιχτό καφέ οι βαλανιδιές.

    Κι εκεί που όλα ήταν ήσυχα, τρία σκυλιά όρμησαν πάνωτης.

    Η Μπλουζ κοκκάλωσε από το φόβο της. Τα σκυλιά τηνείχαν περιτριγυρίσει και γάβγιζαν μανιασμένα.

    «Ρούπι!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή και τα σκυλιά υ-πάκουσαν αμέσως. Στέκονταν έτοιμα να ορμήσουν καιγρύλιζαν απειλητικά δείχνοντας τα δόντια τους

    Η Μπλουζ γύρισε το κεφάλι να δει από πού ερχόταν η

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 21

  • φωνή. Και τότε τον είδε. Ήταν σκαρφαλωμένος σε μια τε-ράστια χαρουπιά.

    «Τι περιμένεις; Βάλε τη σκάλα στη θέση της για να κα-τέβω», της είπε με αυστηρή φωνή.

    «Και τα σκυλιά;» ρώτησε έντρομη η Μπλουζ.«Δεν πρόκειται να κουνήσουν ρούπι. Έλα», την πρό-

    σταξε.Η Μπλουζ έκανε δυο διστακτικά βήματα. Τα σκυλιά

    έμει ναν στη θέση τους αλλά σε ετοιμότητα. Η κοπέλα προ-χώρησε αργά, με την αίσθηση του κινδύνου πίσω της. Πή-ρε την αλουμινένια σκάλα και την ακούμπησε στον κορμότου δέντρου.

    Εκείνος κατέβηκε σβέλτα και βρέθηκε δίπλα της. Τηνκοίταξε απαξιωτικά από πάνω ως κάτω.

    «Δεν είδες ότι απαγορεύεται η είσοδος; Από πότε μπαί-νουν έτσι στα ξένα σπίτια;» της είπε χωρίς ίχνος ευγνωμο-σύνης για τη βοήθεια που του είχε προσφέρει.

    Η Μπλουζ δεν ήξερε τι έπρεπε ν’ απαντήσει, γι’ αυτό καισιώπησε. Τον κοιτούσε όμως σταθερά. Ήταν ένας ψηλός,λεπτός άντρας, με ολόλευκα μαλλιά που τα είχε μαζέψειπίσω απ’ το λαιμό. Φορούσε ένα ταλαιπωρημένο τζιν, έναπουλόβερ με ξεθωριασμένο χρώμα και χοντρά άρβυλα. Ανδεν ήξερε την ηλικία του, δε θα υποψιαζόταν ότι ήταν εξή-ντα ετών, φαινόταν πολύ νεότερος.

    «Λοιπόν, φχαριστώ για τη βοήθεια. Θ’ αναγκαζόμουνανα πηδήξω απ’ τα κλαριά, γιατί αυτοί οι διάολοι» –είπε κι

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 22

  • έδειξε τα σκυλιά– «έριξαν πάνω στα παιχνίδια τους τη σκά -λα. Φχαριστώ, χάρηκα για τη γνωριμία, αλλά άντε τώραστο καλό. Πολλά είπαμε», της είπε με μια σκληράδα στηφωνή. «Κι εσείς ρούπι!» γάβγισε στα σκυλιά του.

    Η Μπλουζ δίστασε αλλά αποφάσισε να φύγει. Δεν τονήθελε θυμωμένο. Δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή νατου μιλήσει. Θα ξαναρχόταν όμως. Γύρισε και πήρε το δρο-μάκι προς την αυλόπορτα.

    «Να κλείσεις πίσω σου την πόρτα!» της φώναξε.

    � �

    Περπατούσε στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο χωριό.Πέρασε ανάμεσα από αμπελώνες και οπωρώνες πολύ περι-ποιημένους. Συνάντησε το ποτάμι και προχώρησε προς ταπρώτα σπίτια. Της έκανε εντύπωση που έξω από τα πε-ρισσότερα υπήρχαν ωραίες πινακίδες που έγραφαν «Κερά-σια», «Κάστανα», «Αχλάδια», «Μήλα», «Σπιτικό κρασί»,«Πετιμέζι». Διαφήμιζαν μ’ αυτό τον τρόπο τα προϊόντατους. Αυτό που δεν ήξερε η Μπλουζ ήταν ότι όλα ετούταείχαν ξεκινήσει από τον ξενώνα με τις λεβάντες. Ζήλεψανοι ντόπιοι την ομορφιά του κι επειδή τα σπίτια τους ήτανπέτρινα και δεν μπορούσαν να βαφτούν με χρώματα, έκλε-ψαν την ιδέα με τις πινακίδες. Ένα μόνο σπίτι είχε τοίχουςαπό σοβά κι ήταν βαμμένο σ’ ένα ξεθωριασμένο ροδί χρώ-μα. Ο ιδιοκτήτης του πουλούσε κεράσια και είχε προσπα-θήσει να πετύχει το κόκκινο των κερασιών. Το αποτέλεσμα

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 23

  • ήταν ένα έντονο ροζέ, το οποίο προκάλεσε τα ειρωνικά σχό -λια των συντοπιτών του, που του είπαν ότι αυτό ήταν χρώ-μα μπουρδέλου. Αντέδρασαν οι γυναίκες της οικογένειας,που έφτασαν στ’ αφτιά τους τα κουτσομπολιά, κι απαίτη-σαν ν’ αλλάξει το χρώμα. Συγχυσμένος ο νοικοκύρης, πέ-ρασε από πάνω ένα πηχτό κίτρινο και το αποτέλεσμα ήταναυτό το ακαθόριστο ροδί.

    Η Μπλουζ έφτασε στην πλατεία με τον μεγάλο πλάτανοπου διατηρούσε μόνο τ’ αγκαθωτά του μπαλάκια. Η βρύσηέτρεχε από κάτω σε μια μαρμάρινη γούρνα. Έσκυψε και ήπιε. Παγωμένο το νερό, της πόνεσε τα δόντια.

    Διέσχισε την πλατεία, χωρίς να συναντήσει άνθρωπο,ούτε καν ένα σκυλί ή μια γάτα να κάθονται στα κατώφλια.Από τις καμινάδες όμως έβγαινε καπνός κι ανέβαινε ευθυ-τενής προς τα πάνω, χωρίς κανένα αεράκι να τον στριφογυ-ρίζει. Άρα, σκέφτηκε, ο κόσμος ήταν κλεισμένος στα σπί-τια του.

    Αυτή δεν είδε κανέναν, αλλά όλοι είχαν δει εκείνην. Τοπορτοκαλί μπουφάν της ξεχώριζε και ήταν ορατό από από -σταση. Οι γυναίκες την είδαν πίσω από τις κουρτίνες καιτην έδειχναν η μία στην άλλη. Την ξένη, που βρισκόταν στοχωριό τους, μόνη της, τέτοια εποχή. Την είχαν δει κι άντρες,που κάθονταν στο καφενείο κι έπιναν τσίπουρα. Αυτοί ό-μως δεν άνοιξαν το στόμα τους να πουν κουβέντα.

    � �

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 24

  • Γύρισε στον ξενώνα κι ανέβηκε στο δωμάτιό της. Στάθηκεστο παράθυρο κοιτώντας το Κόκκινο Σπίτι. Θα ξαναπή-γαινε το απόγευμα. Αποφάσισε.

    Κατέβηκε στην τραπεζαρία, ήταν μία η ώρα. Η Ελένηπάντα απούσα. Η γιαγιά είχε στρώσει ως συνήθως στην ά-κρη του τραπεζιού.

    «Έλα να φάμε», της είπε και σηκώθηκε από το σκαμνίτης.

    Η Μπλουζ την είδε να σερβίρει το φαγητό και διαπί-στωσε ότι δεν ήταν καμιά ανήμπορη γριά –όπως νόμιζε ωςτώρα–, αλλά είχε μια σβελτάδα αξιοπρόσεκτη για την ηλι-κία της.

    «Η εγγόνα μου έφτιαξε πρασόρυζο πριν φύγει. Και εί-πε, αν δεν το τρως, έχει περίσσεμα απ’ το χτεσινό», είπε ηγιαγιά και περίμενε την απόφαση της κοπέλας.

    «Μια χαρά είναι το πρασόρυζο. Να σας βοηθήσω σε κάτι;»

    «Μπα. Όλα είναι έτοιμα. Και το ψωμί κομμένο», απά-ντησε η γερόντισσα.

    Έφερε τα πιάτα στο τραπέζι και κάθισε. Έκανε το σταυ -ρό της με τα μάτια χαμηλωμένα και ξεκίνησε να τρώει.

    «Καλό το ’χει κάνει. Μελωμένο, όπως πρέπει», σχολία-σε η γιαγιά.

    «Μαγειρεύει ωραία η Ελένη», είπε η Μπλουζ, και όχιμόνο από ευγένεια.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 25

  • «Πάρε και καμιά ελιά. Κι η φέτα καλή είναι, από το τυ-ροκομείο της λίμνης. Και το ψωμί ζυμωτό, όχι σαν αυτέςτις αηδίες που φέρνει ο φούρναρης από κάτω...»

    «Ζυμώνει η Ελένη;»«Μπα, αυτό δεν το καταφέρνει. Αλλά έχει συμφωνήσει

    με μια γυναίκα στο χωριό. Αρέσει στους πελάτες μας. Όλο“χωριάτικα” ζητάνε», είπε η γιαγιά κάνοντας μια ειρωνικήγκριμάτσα. «Πήγες απ’ το χωριό;»

    «Ναι. Ωραίο χωριό. Καθαρό. Πήγα και μια βόλτα απ’το Κόκκινο Σπίτι. Το είχα δει απ’ το παράθυρό μου. Πολύεντυπωσιακό», είπε η Μπλουζ με πρόθεση να ψαρέψει κα-μιά πληροφορία.

    «Ήμουνα νέα όταν άρχισε να χτίζεται. Πήγαινα φαΐστους δικούς μου στ’ αμπέλι μας που ήταν εκεί κοντά. Το’χτιζε ένας κεράς. Ήτανε ο πρώτος ξένος που ήρθε στο χω-ριό μας. Πολύ καλός άνθρωπος. Μάλιστα μας χάριζε κι όλατα κεριά της εκκλησίας. Καλός σου λέω. Ο γιος του όμως...Σωστός δαίμονας. Κανένας δεν τον γουστάρει. Μας έχειθρονιαστεί εδώ και δέκα χρόνια. Δε μιλάει σ’ άνθρωπο, κα-βγαδίζει μ’ όποιον πλησιάζει κι αμολάει τα σκυλιά του. Ναμην ξαναπάς, ακούς;» είπε η γιαγιά σ’ αυστηρό τόνο.

    «Δεν είδα κανέναν όταν έφτασα εκεί», είπε η Μπλουζ.«Κι αυτός τι κάνει εδώ;» έριξε το δόλωμα.

    «Κανένας δεν ξέρει. Αλλά σίγουρα είναι λεφτάς, για νακάθεται χωρίς να δουλεύει. Δαίμονας σου λέω. Τον ακού-με κάποιες νύχτες που καβαλάει τη μηχανή του και κατε-

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 26

  • βαίνει κάτω στα μπαράκια της παραλιακής. Και ξέρεις τικάνει;»

    Η Μπλουζ έγνεψε «όχι» με το κεφάλι της.«Κουβαλάει παστρικές. Τσούλες που τις κρατάει μερι-

    κές μέρες και μετά τις ξαποστέλνει στον αγύριστο. Μάλι-στα. Κι άλλες νύχτες τον ακούμε που φωνάζει. Κι αγριευό -μαστε. Πες μου εσύ τώρα, γιατί να φωνάζει ένας άντραςτης ηλικίας του;»

    «Καλά, πώς τον ακούτε; Είναι μακριά το σπίτι του», είπεη Μπλουζ, που είχε τις αμφιβολίες της για όσα είχε ακού-σει. Τα θεώρησε υπερβολές και κακίες της γερόντισσας.

    «Α! Εδώ όλα τ’ ακούμε κι όλα τα βλέπουμε. Είδες εσύκανέναν στο χωριό; Όχι. Όλοι όμως σε είδαν, να ξέρεις. Ό-λοι έχουν –έχουμε κι εμείς– κιάλια και παρακολουθούν. Τί-ποτα δε μας ξεφεύγει», είπε η γιαγιά, κι αυτό ακούστηκεσαν προειδοποίηση, σαν απειλή. Και συνέχισε ακάθεκτη,μιας κι είχε βρει πρόθυμη ακροάτρια: «Καθόλου δεν έμοια -σε ο λεγάμενος του πατέρα του. Εκείνος ήτανε κύριος. Νοι-κοκύρης με τα όλα του. Περνούσε εδώ τα καλοκαίρια του,καλλιεργούσε τ’ αμπέλια του, έδινε ψωμί σε τόσο κόσμο.Όχι σαν κι αυτό το ρεμάλι που τ’ άφησε όλα και ρημάξανε.Αγριέψανε τα κλήματα και γέμισε ο τόπος χορτάρια κι α-γκάθια. Δαίμονας σου λέω, που κυνηγάει τον ποδόγυρο. Οάχρηστος».

    Η Μπλουζ έμεινε σιωπηλή. Τι να της έλεγε; Ότι αυτόςο δαίμονας, ο άχρηστος, ήταν ένας απ’ τους καλύτερους συγ -

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 27

  • γραφείς μας; Ότι στα νιάτα του είχε ταράξει τα νερά, ότανέβγαλε ένα βιβλίο που άφησε εποχή; Κι ότι αυτά τα δέκαχρόνια που είχε απομονωθεί εδώ έγραφε διαρκώς; Ένα ε-πίσης σπουδαίο βιβλίο, του οποίου τα τρία τέταρτα είχεστείλει στον εκδότη του πριν από δύο χρόνια; Και πως α-γωνιζόταν να το τελειώσει χωρίς να το καταφέρνει; Κι ότιαυτή –που είχε κάνει την επιμέλεια του κειμένου του– είχεέρθει με σκοπό να τον ενθαρρύνει να το ολοκληρώσει, ανκαι δεν είχε βρει ακόμα πώς θα το κατόρθωνε; Ήξερε τιςπαραξενιές και τις ιδιορρυθμίες του – εδώ η γερόντισσα δενείχε κάνει λάθος. Ήξερε ότι δεν είχε δημοσιευθεί ποτέ φω-τογραφία του και δεν είχε δώσει καμία συνέντευξη, ακόμακαι τότε που έλαμψε το άστρο του, στις αρχές της δεκαε-τίας του ’80. Τι να της έλεγε απ’ όλα αυτά; Όλοι εδώ είχανβγάλει ήδη τα δικά τους συμπεράσματα. Είχε βοηθήσειβεβαίως κι εκείνος με τη συμπεριφορά του.

    «Και τι δουλειά κάνεις;» ρώτησε η γιαγιά που δεν είχεπαραιτηθεί και ήθελε να μάθει περισσότερα για την πελά-τισσά τους.

    «Κάνω μεταφράσεις βιβλίων από τ’ αγγλικά», της σέρ-βιρε το ψέμα της η Μπλουζ.

    «Πας σε γραφείο γι’ αυτό;» ρώτησε ύπουλα η γερόντισ-σα, γιατί σκεφτόταν: πώς θα έμενε αρκετό καιρό εδώ αν εί-χε μια κανονική δουλειά σε γραφείο;

    «Όχι. Δουλεύω στο σπίτι μου», είπε η Μπλουζ, κι αυτόήταν αλήθεια.

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 28

  • «Λοιπόν, πάω να πλύνω τα πιάτα», είπε η γιαγιά. «Καιμετά θα πάω να ξαπλώσω. Μένουμε στα πίσω δωμάτια.Άμα θελήσεις καφέ, φτιάξε μόνη σου. Σαν στο σπίτι σου».

    � �

    Κατά τις τρεις η Μπλουζ, με το σακίδιο στην πλάτη, πήρεπάλι το δρόμο για το Κόκκινο Σπίτι. Είχε βαριά συννεφιάκαι μια απειλή βροχής στον αέρα. Έφτασε, άνοιξε την αυ-λόπορτα και περίμενε μήπως της ορμήσουν τα σκυλιά αλλάτίποτα. Απόλυτη ησυχία. Μόνο από τη μεριά του χωριούακουγόταν ένα αλυσοπρίονο που δούλευε. Προχώρησε προ-σεκτικά προς το σπίτι. Θεόκλειστο και σιωπηλό. Παντζού-ρια και πόρτα σαν κλειστά ερμητικά στόματα. Έφτασε στοπλάτωμα της εισόδου κι ανέβηκε τα τέσσερα σκαλιά. Η ε-ξώπορτα τεράστια, ξύλινη, με το χρώμα της σαν πετρωμέ-νο όστρακο, ορθωνόταν μπροστά της. Ένα ρόπτρο, χερά-κι αβρό δεσποσύνης παλαιού καιρού, σκούριαζε από τηναχρη σία.

    Και τότε τα σκυλιά όρμησαν ξαφνικά πάνω της. Θα τηνπερίμεναν ύπουλα τόση ώρα, λες και είχαν συνεννοηθεί νατην αφήσουν να πλησιάσει. Χωρίς να γαβγίσουν, τη στρί-μωξαν, και το ένα απ’ αυτά την άρπαξε με τα δόντια του από το πόδι, λίγο πάνω απ’ το μποτάκι της. Έβγαλε μιαφωνή και μετά άρχισε να φωνάζει «Βοήθεια». Κι όσο φώ-ναζε, τόσο της έμπηγε τα δόντια του το μαύρο σκυλί. Έ-νιωσε ότι θα λιποθυμούσε.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 29

  • Η εξώπορτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ο άντρας.«Πάλι εσύ; Ε, Πόρθο, άφησέ την!» διέταξε το σκυλί του.Εκείνο δίστασε, του άρεσε που ασκούσε εξουσία σ’ έναν

    άνθρωπο, κι ελάφρωσε μόνο λίγο το σφίξιμο.«Πόρθο, άσ’ την, είπα!»Απογοητευμένος ο σκύλος την άφησε.«Πέρνα μέσα», της είπε ο άντρας δύσθυμος.Μπήκαν μέσα. Και τα σκυλιά. Της είπε να σηκώσει το

    μπατζάκι του παντελονιού για να δουν τι είχε γίνει. ΗΜπλουζ κατέβασε το σακίδιο και σήκωσε το τζιν της. Τοπόδι είχε κοκκινίσει, αλλά δε φαινόταν αίμα.

    «Εντάξει», είπε ο άντρας, αφού εξέτασε με το μάτι τηνκοκκινίλα. «Δε σε πλήγωσαν τα δόντια του».

    Και τότε την είδε που ήταν κάτασπρη κι έτρεμε από πά-νω μέχρι κάτω. Ο άντρας πήρε ένα μπουκάλι ουίσκι, το ά-νοιξε, γέμισε το μεταλλικό καπάκι με το ποτό και της τοέδω σε.

    Η Μπλουζ ένιωσε ότι το χρειαζόταν και το έφερε σταχείλη της. Ήπιε μια μικρή γουλιά.

    «Όλο», τη διέταξε κι εκείνη υπάκουσε. «Πήγαινες γυ-ρεύοντας. Δε φταίνε τα σκυλιά, κάνουν τη δουλειά τους.Κυνηγάνε τους παρείσακτους. Γιατί ξανάρθες;»

    Η Μπλουζ, με το αλκοόλ να τρέχει στο αίμα της και νατης κόβει τα γόνατα, κατάλαβε ότι αν δεν καθόταν θα κα-τέρρεε.

    «Να καθίσω κάπου;» ψέλλισε.

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 30

  • Εκείνος της έδειξε μια πολυθρόνα με φθαρμένη κόκκινηταπετσαρία, που βρισκόταν μπροστά σ’ ένα γραφείο.

    Η Μπλουζ σωριάστηκε σαν να μην είχε ζωή μέσα της.«Να κάνω ένα τσιγάρο;» είπε, τόσο σιγανά, ίσα που α-

    κούστηκε.Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του. Εξακολουθούσε

    να στέκεται όρθιος, δίνοντάς της την εντύπωση ότι περίμε-νε πώς και πώς να τελειώσουν όλ’ αυτά κι εκείνη να φύγει.

    Η Μπλουζ άνοιξε το σακίδιο κι έβγαλε τσιγαρόχαρτακαι καπνό. Έστριβε το τσιγάρο και τα χέρια της έτρεμαν σετέτοιο σημείο, που ο καπνός ξέφευγε από το χαρτί. Σάλιω -σε το τσιγάρο κι άναψε με τρεμάμενο χέρι. Η φλόγα του α-ναπτήρα πήγαινε πέρα δώθε σαν εκκρεμές. Τράβηξε μιαβαθιά ρουφηξιά κι έβγαλε τον καπνό με μικρές εκπνοές.

    Ο άντρας την παρακολουθούσε με προσοχή. Μια μικρο-σκοπική κοπέλα, όχι πάνω από τριάντα χρονών, με άτονακαστανά μαλλιά και άχρωμο πρόσωπο. Πεισματάρα όμωςκαι επίμονη, σκέφτηκε. Τι γύρευε εδώ; Και μάλιστα γιαδεύτερη φορά;

    «Γιατί ξανάρθες; Τι γυρεύεις;» τη ρώτησε επιτακτικά.«Τον Οδυσσέα Αλεξίου», είπε ήσυχα η Μπλουζ, χωρίς

    να σηκώσει τα μάτια από το τσιγάρο της, που η στάχτητου είχε μεγαλώσει και κινδύνευε να πέσει στο πάτωμα.

    Ο άντρας έμεινε άφωνος. Την κοιτούσε με παγωμένοβλέμμα. Τι στο διάολο συμβαίνει; σκέφτηκε, ξαφνιασμένοςκαι θυμωμένος μαζί. Οι άνθρωποι του χωριού, ο υπάλληλος

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 31

  • του σούπερ μάρκετ που του έφερνε τις προμήθειες, ο πα-πάς, ο κοινοτάρχης, ο ταχυδρόμος, η αστυνομία, όλοι, τονήξεραν ως Ισαάκ Κιοσέογλου κι όχι ως Οδυσσέα Αλεξίου.Την ταυτοπροσωπία γνώριζαν μόνο ο δικηγόρος και ο εκ-δότης του, οι οποίοι μάλιστα είχαν υπογράψει ιδιωτικόσυμφωνητικό και δεσμεύονταν ότι δε θα αποκάλυπταν πο-τέ το ψευδώνυμό του. Όσοι έρχονταν σ’ επαφή μαζί του γιακάποιο λόγο τον αποκαλούσαν «κύριο Ισαάκ» ή «κύριοΚιοσέογλου», αναλόγως της σχέσης που είχαν μαζί του.Αναρωτήθηκε πώς διάολο έμαθε αυτό το ξέπλυμα, αυτή ηασήμαντη, το ακριβό του –το πανάκριβό του– ψευδώνυμο;Ποιο καθίκι από τα δύο είχε μιλήσει: ο δικηγόρος ή ο εκδό-της;

    «Κάνεις λάθος. Δεν υπάρχει κανείς μ’ αυτό το όνομα. Ε-μένα με λένε Ισαάκ Κιοσέογλου», της είπε ξερά, προσπα-θώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του.

    «Ξέρω ότι ο Ισαάκ Κιοσέογλου και ο Οδυσσέας Αλεξίουείναι το ίδιο πρόσωπο», είπε ήσυχα η Μπλουζ, αποφασι-σμένη να τα παίξει όλα για όλα.

    Ο Οδυσσέας είχε πολλές φορές φανταστεί μια παρόμοιασκηνή. Όπου κάποιος –πάντα άντρας και ποτέ γυναίκα–θα του έλεγε κάτι σαν κι αυτό. Και είχε προετοιμάσει τηναπάντηση.

    «Μην επιμένεις. Κάνεις λάθος. Σου έδωσαν λάθος πλη-ροφορίες», της είπε με ψεύτικη βεβαιότητα. Μέσα του ό-μως είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει ένα κύμα ανησυχίας. Αυτή η

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 32

  • ξένη δεν είχε έρθει τυχαία. Κάποιος είχε μιλήσει. Ποιος ό-μως;

    Ο Οδυσσέας αγνοούσε ότι ο εκδότης του είχε φτάσειστα όριά του. Περίμενε το βιβλίο σαν μάννα εξ ουρανού, θαήταν αυτό που θα τον ξελάσπωνε οικονομικά σ’ αυτή τηδύσκολη εποχή. Όμως ο συγγραφέας καθυστερούσε εδώκαι δυο χρόνια να στείλει τα τελευταία κεφάλαια. Και ηυπο μονή του είχε εξαντληθεί. Μπορεί να είχε υπογράψειεκεί νο το άθλιο συμφωνητικό, μπορεί να ήθελε και να μεί-νει συνεπής, όμως η αγορά του βιβλίου είχε αλλάξει. Μετέτοια υπερπροσφορά, με τόσα φυντάνια που είχαν blogs,σελίδες στο facebook και άψογες δημόσιες σχέσεις, που ό-ποια πέτρα κι αν σήκωνες θα τους έβρισκες από κάτω, πουδεν έχαναν ευκαιρία να δημιουργήσουν θόρυβο γύρω απ’ τ’όνομά τους, το κοινό θ’ απαιτούσε κάτι εντυπωσιακό για τονέο βιβλίο –έστω μετά από τόσα χρόνια– του Οδυσσέα Α-λεξίου. Και το ότι εκείνος παρέμενε κλεισμένος σ’ ένα σπίτιμιας ορεινής κοινότητας εδώ και δέκα χρόνια και δεν κυ-κλοφορούσαν φωτογραφίες του, τι έλεγε αυτό στους ανα-γνώστες; Τίποτα. Κι επειδή ήθελε πολύ να έχει επιτυχίατο βιβλίο –κι εδώ που τα λέμε, τον εκτιμούσε ως συγγρα-φέα και τον πονούσε ως άνθρωπο– έστυβε το μυαλό του ναβρει έναν τρόπο, μια έξυπνη ιδέα, κάτι που να κάνει μπαμκαι θόρυβο γύρω από τον Οδυσσέα Αλεξίου. Αγωνιζότανκαιρό να βρει αυτό το κάτι αλλά μάταια. Κι εκεί που είχεαπελπιστεί, ένα βράδυ μετά από δυο ουίσκι, έπεσε το μάτι

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    o

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 33

  • του στον γυάλινο κοκκινολαίμη. Ένα μικρό ενθύμιο από τοπαλιό του γκομενάκι την Μπλουζ. Δεν είχαν καμιά σπου-δαία σχέση, ούτε καν σχέση δε θα την έλεγε, μερικά πηδή-ματα ήταν μόνο γι’ αυτόν. Πολύ ξενέρωτη για τα γούστατου. Αυτός ήθελε τις γυναίκες εκδηλωτικές στο σεξ. Ναφωνάζουν, να τον υμνούν, να τον αποθεώνουν. Κι εκείνη έ-μενε εντελώς αμέτοχη. Έτσι την αραίωσε σιγά σιγά. Τηςέδινε όμως κι έκανε επιμέλειες κειμένων, είχε τελειώσει φι-λολογία και ήταν πολύ προσεκτική στη δουλειά της. Πί-στευε –ο νάρκισσος– ότι η Μπλουζ δεν τον είχε ξεπεράσεικαι πάντως ήταν βέβαιο ότι του χρωστούσε χάρη. Και πωςό,τι κι αν της ζητούσε θα το έκανε. Αυτός είχε την ιδέα ναπάει η Μπλουζ πάνω στο βουνό και να βρει τον Αλεξίου. Οσκοπός της θα ήταν να τον ενθαρρύνει να τελειώσει το βι-βλίο. Πώς θα το κατάφερνε δεν ήξερε. Ο εκδότης πίστεψεότι η Μπλουζ δέχτηκε με τόση προθυμία επειδή η γοητείατου πάνω της ήταν αδιαμφισβήτητη. Και δεν υποψιάστηκεότι η κοπέλα αγαπούσε τόσο το βιβλίο του Αλεξίου, κι ότιτο έβρισκε συναρπαστικό, ευρηματικό και καλογραμμένο.Πάντως, ο παμπόνηρος εκδότης είχε βρει το πρόσχημα γιανα παραμείνει η Μπλουζ στα βουνά κοντά στον Αλεξίου.Εκμεταλλευόμενος τις σπουδές που η μικρή είχε κάνει στονκινηματογράφο –ήξερε το ψώνιο της να κυκλοφορεί πάνταμε μια κάμερα μαζί της–, της είπε να προτείνει του Αλεξίουνα κάνει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του. «Και γιατί ναδεχτεί;» τον είχε ρωτήσει πολύ φυσιολογικά η Μπλουζ. Κι

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 34

  • ο εκδότης της απάντησε κυνικά ότι αυτό ήταν στο χέρι της,κι ότι δεν μπορούσε να τα σκέφτεται όλα εκείνος. Και σετελευταία ανάλυση, αν τον κατάφερνε να κάνει αυτό το ντο-κιμαντέρ, θα ήταν η επιτυχία της ζωής της. Θ’ ανοίγοντανόλες οι πόρτες και θα έπαυε να είναι η σκηνοθέτις δυο μι-κρών ταινιών για αστέγους, που είχαν παιχτεί χαράματαστο κρατικό κανάλι και τις είχαν δει μόνο η ίδια και οι φί-λοι της. Ο άθλιος, είχε τον τρόπο του να πείθει. Αλλά και ηΜπλουζ ήταν έτοιμη να πεισθεί, επειδή ήθελε να δει τελειω -μένο το βιβλίο του Αλεξίου.

    Ο Οδυσσέας, αγνοώντας όλο το παρασκήνιο –αθώος ακό -μα–, προσπάθησε ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία του. Φωτο-γραφία του δεν υπήρχε πουθενά, συνεντεύξεις δεν είχε δώ-σει, πλην μιας προ αμνημονεύτων χρόνων, κάτι που η νεα-ρή θ’ αγνοούσε, αγέννητη ίσως ακόμα. Άρα κανείς δε θαμπορούσε να συνδέσει τ’ όνομά του με το παρουσιαστικότου. Αποφάσισε να μπλοφάρει, σαν παλαιός χαρτοπαίκτηςπου υπήρξε.

    «Κάνεις λάθος, σου λέω. Δεν υπάρχει αυτό το όνομα. Αυ -τό το πρόσωπο», είπε σταθερά και με προσποιητή άνεση.

    Τους χώριζαν τρία βήματα, εκείνη καθισμένη στην πο-λυθρόνα κι αυτός όρθιος, αλλά αστρικές αποστάσεις τούςχώριζαν.

    Τον κοιτούσε τώρα πολύ προσεκτικά, σαν να τον σχε-δίαζε, και με τη μανία που είχε να παρομοιάζει τον καθέναμε κάποιον ηθοποιό, σκέφτηκε ότι έμοιαζε του Σαμ Σέ-

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 35

  • παρντ. Κι είχε πέσει πολύ έξω, επειδή φανταζόταν ότι έναςιδιόρρυθμος άνθρωπος, που είχε τα κότσια ν’ απομονωθείδέκα χρόνια σ’ ένα ορεινό χωριό, που δεν είχε φωτογραφη-θεί ποτέ, θα έπρεπε να μοιάζει του Ντάστιν Χόφμαν. Δη-λαδή ευφυΐα αλλά μέτριο σουλούπι. Απέναντί της όμωςστεκόταν ένας λεπτοκαμωμένος, ψηλός άντρας, με καθαρόπρόσωπο, που δεν έδειχνε τα χρόνια του, παρά τα λευκάμαλλιά του. Ένας σχεδόν γοητευτικός άντρας.

    Ο Οδυσσέας, με το μάτι του συγγραφέα που μπορεί ν’αγνοήσει το εξωτερικό και να διεισδύσει στο εσωτερικότου συνομιλητή του, τη μετρούσε κι αυτός με τη σειρά του.Αυτή η άχρωμη, ολωσδιόλου αδιάφορη ως γυναίκα, είχεκάτι στο βλέμμα της. Ένα ήσυχο πείσμα, μια αντοχή, ίσωςκαι μια αδιαλλαξία. Ένας πολύ ενδιαφέρων συνδυασμός,κάτι που ταίριαζε σε μυθιστορηματική ηρωίδα. Εύθραυστοπαρουσιαστικό αλλά μεγάλη εσωτερική δύναμη. Αποφάσι-σε να «παίξει» λίγο μαζί της. Εκείνος είχε και το μαχαίρικαι το καρπούζι. Και πριν τη διώξει οριστικά, ήθελε να μά-θει πώς είχε φτάσει ως αυτόν, και κυρίως τι γύρευε.

    «Και τι τον θέλεις τον Οδυσσέα Αλεξίου;»Η Μπλουζ ήταν έτοιμη ν’ απαντήσει, όταν συνέβησαν

    ταυτοχρόνως δυο πράγματα. Χτύπησε το τηλέφωνο στοεσω τερικό του σπιτιού και την ίδια στιγμή ένας θόρυβοςαπ’ έξω αναστάτωσε τα σκυλιά, που σηκώθηκαν απ’ τηθέση τους κι άρχισαν να γαβγίζουν μανιασμένα.

    Ο Οδυσσέας άνοιξε την πόρτα κι αμόλησε τα σκυλιά λέ-

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 36

  • γοντας «Πάνω του», ενώ συγχρόνως απαντούσε στο τηλέ-φωνο.

    Η Μπλουζ τον άκουσε ν’ απαντάει μονολεκτικά, «Ναι»,«Καλώς», «Θα περιμένω να τα φέρει», και μετά να γυρίζεικοντά της.

    «Τι τον θέλεις λοιπόν τον Οδυσσέα Αλεξίου;» επανέλα-βε την ερώτησή του.

    Η Μπλουζ, με ήσυχη φωνή αλλά ένα πάθος που δεν κρυ -βόταν, του αποκάλυψε την επιθυμία της –χωρίς ν’ αναφέρειτον εκδότη και τη συζήτηση που είχαν κάνει, είχε υποσχε-θεί ότι θα κρατούσε το μυστικό–, τη μεγάλη της επιθυμία,να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του ΟδυσσέαΑλεξίου. Μιλούσε με διαλεγμένες φράσεις, τόσες φορές τιςείχε προβάρει όλες αυτές τις μέρες.

    Ο Οδυσσέας σιωπούσε. Και η σιωπή του της έδινε κου-ράγιο και χρόνο.

    Του εξήγησε ότι εκείνος θα είχε τον τελευταίο λόγο, ότιτίποτα δε θα έμενε αν αυτός δεν ήθελε, και οποιαδήποτεστιγμή αισθανόταν ότι έπρεπε να σταματήσουν, να της τοέλεγε. Και θα συνέχιζε να μιλάει, αν εκείνος δεν τη διέ -κοπτε.

    «Έχει μεγάλη σημασία για σένα αυτό το ντοκιμαντέρ;»τη ρώτησε ύπουλα.

    Η Μπλουζ του απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια. Τουείπε ότι θ’ άλλαζε τη ζωή της. Τόσο απλά και τόσο καθορι-στικά. Κι έμεινε σιωπηλή να περιμένει την ετυμηγορία του.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 37

  • «Δηλαδή είσαι ικανή να φτάσεις στα άκρα γι’ αυτήτην ταινία;» τη ρώτησε, ενώ την κοιτούσε με μάτια αρπα-κτικού.

    Εκείνη έγνεψε «ναι» και περίμενε τη συνέχεια.Ο άντρας όμως την παράτησε σύξυλη και χάθηκε στο

    εσω τερικό του σπιτιού. Ακούστηκε ήχος νερού που έτρεχε,ένα βήξιμο, κάποιες λέξεις που έφταναν στ’ αφτιά της ατε-λείς, λες και μιλούσε ψιθυριστά με κάποιον ή κάποια –ενώστην πραγματικότητα μονολογούσε, με τη συνήθεια που έχουν οι μοναχικοί άνθρωποι ν’ ανοίγουν κουβέντα φωνα-χτά με τον εαυτό τους–, μια πόρτα έτριξε και ο άντρας εμ-φανίστηκε πάλι.

    «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο Οδυσσέας Αλεξίουθα δεχτεί; Γιατί να μιλήσει σ’ εσένα, μια άγνωστη, που εμ-φανίζεται απ’ το πουθενά και έχει τόση σιγουριά ώστε κα-ταντάει γελοία;»

    Η Μπλουζ ένιωσε κουρέλι. Πάει, αυτό ήταν. Τελείωσε.Κι ως φαίνεται, είχε κάνει μεγάλο λάθος. Κι ο «Σαμ Σέ-παρντ» πρέπει να ήταν κάποιος φίλος του Αλεξίου, ο οποίοςπροφανώς κρυβόταν στο εσωτερικό του σπιτιού και μάλ-λον ήταν εκείνος στον οποίο απευθύνονταν τα ράκη των λέ-ξεων που είχε ακούσει.

    Ο άντρας απέναντί της εξακολουθούσε να την καρφώνειμε το βλέμμα του. Και η Μπλουζ αισθανόταν άθλια, γιατί,από παρατηρητής που ήταν συνήθως, είχε μετατραπεί σεπαρατηρούμενο. Και δεν της άρεσε. Δεν είχε καθόλου καλή

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 38

  • γνώμη για το παρουσιαστικό της. Ένιωθε εντελώς ανα-σφαλής. Ήξερε ότι ως φιγούρα δεν είχε κάτι γοητευτικό.Και με τη γνωστή μανία της για ομοιότητες με ηθοποιούς,θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έφερνε λίγο στην ΓκουίνεθΠάλτροου, στο χειρότερο, στο πολύ χειρότερο. Και η πα-ρατηρητική ματιά του άντρα απέναντί της της αφαίρεσεκαι τα τελευταία ψήγματα αυτοπεποίθησης, κάνοντάς τηνιδιαιτέρως ευάλωτη.

    «Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;» ρώτησε από θέση ισχύοςπλέον ο άντρας.

    Η Μπλουζ έκανε μια κίνηση ανημπόριας κι άρχισε ναψελλίζει κάτι.

    «Δε σ’ ακούω. Πιο δυνατά», είπε με επιβλητική φωνή οάντρας.

    Η Μπλουζ επανέλαβε λίγο πιο δυνατά ό,τι είχε ψελλίσειλίγο πριν. Διάφορα θεωρητικά, που δεν είχαν καμία θέσησε μια τέτοια συζήτηση. Ότι βεβαίως ανάμεσα στο σκηνο-θέτη και τον κινηματογραφούμενο θα πρέπει να υπάρχει α-μοιβαία εμπιστοσύνη, κι ότι προϋπόθεση για τη δημιουρ-γία μιας τέτοιας σχέσης είναι η μακροχρόνια παραμονή στοχώρο, η εξοικείωση με τον άνθρωπο που αποτελεί το θέματου, αλλά και η εξοικείωση εκείνου με τον κινηματογραφι-στή. Έτσι δουλεύονταν πάντα τα ντοκιμαντέρ που είχανεπι τυχία, έτσι είχε κάνει κι ο Φλάχερτυ στον Νανούκ τουΒορρά, το ντοκιμαντέρ ορόσημο.

    «Μα τι λες τώρα; Δηλαδή θα πηγαινοέρχεσαι, θα κου-

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 39

  • βεντιάζεις με τις ώρες με τον Αλεξίου, να τον γνωρίσειςκαι να σε γνωρίσει, όπως λες, και μετά ν’ αρχίσει το γύρι-σμα; Έχεις τρελαθεί τελείως;»

    Η Μπλουζ δεν απάντησε, μόνο τον κοιτούσε, σίγουρη ό-τι είχε χάσει το παιχνίδι. Η μπλόφα με το ντοκιμαντέρ δενείχε πιάσει. Πάει, αυτό ήταν.

    «Και γιατί να δεχτεί ο Αλεξίου; Τι έχει να κερδίσει; Μό -νο εσύ θα ωφεληθείς απ’ αυτό. Εσύ θα βγεις κερδισμένη.Αυτός, επαναλαμβάνω, τι έχει να κερδίσει;»

    Σαν πυροβολισμοί ακούστηκαν τα λόγια του. Και ηΜπλουζ, εντελώς αποδυναμωμένη από επιχειρήματα, κα-τάλαβε ότι η ώρα του τέλους πλησίαζε. Ότι θα έφευγε πρινκαν γνωρίσει τον πραγματικό Αλεξίου, κι ότι οι ελπίδες τηςγια να τον ενθαρρύνει να τελειώσει το βιβλίο του ήταν φρού -δες. Και το ντοκιμαντέρ που θ’ άλλαζε τη ζωή της δεν επρό -κειτο να γυριστεί ποτέ. Θα έπεφτε πάλι στα ίδια. Στις επι-μέλειες κειμένων κλεισμένη στην γκαρσονιέρα των Εξαρ-χείων, μια αποτυχημένη που φυτοζωούσε οικονομικά καιήταν συναισθηματικά ακάλυπτη, χωρίς κάποιον να την αγα -πάει. Ένα ρετάλι.

    Και ενώ βρισκόταν σ’ αυτή την τόσο άσχημη ψυχολογι-κή κατάσταση, έτοιμη να δεχτεί οποιαδήποτε χείρα βοη-θείας, ο άντρας έστησε τη φάκα του.

    «Εκτός...» είπε με ύπουλο τρόπο, αφήνοντας επίτηδεςτη φράση στον αέρα και δίνοντας ελπίδες στην Μπλουζ,«εκτός...»

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 40

  • «Εκτός...» επανέλαβε το ποντίκι-Μπλουζ, ανήμπορονα δει τη φάκα.

    «Εκτός αν κάνεις κάτι γι’ αυτόν. Για να έχει κι εκείνοςκάποιο όφελος. Από μια συνεργασία πρέπει να βγαίνουν όλοι κερδισμένοι. Είσαι διατεθειμένη να κάνεις κάτι γι’ αυτόν;»

    «Ναι, σίγουρα», ψιθύρισε η Μπλουζ, χωρίς να έχει τοχρόνο να σκεφτεί, τι θα μπορούσε να ήταν αυτό το «κάτι».

    Ο άντρας στεκόταν απέναντί της, ο αέρας έξω σφύριζεκαι χτυπούσε τα κλαριά των δέντρων στους τοίχους του σπι -τιού, από κάπου μακριά ακούστηκε το ουρλιαχτό κάποιουσκύλου και το απότομο φρενάρισμα ενός αυτοκινήτου.

    «Είσαι ικανή να φτάσεις στα άκρα γι’ αυτό το ντοκιμαν -τέρ;» τη ρώτησε, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση που τηςείχε κάνει λίγο πριν. Την κοιτούσε τόσο έντονα, που η κο-πέλα ένιωσε ότι το βλέμμα του έμπαινε στο μυαλό της.

    Η Μπλουζ έγνεψε «ναι».Το χαμόγελο που είχε ο άντρας δεν την υποψίασε. Της

    έμεινε η ικανοποίηση ότι είχε καταφέρει το σκοπό της και οΟδυσσέας Αλεξίου θα δεχόταν να γίνει αυτό το ντοκιμαντέρ.

    «Ωραία λοιπόν, ας το κάνουμε», είπε εκείνος κι επιτέ-λους έπαψε να στέκεται από πάνω της σαν Χάρος. «Πάωνα φτιάξω καφέ. Θέλεις κι εσύ;»

    Η Μπλουζ έγνεψε πάλι «ναι».Ο άντρας βγήκε από το δωμάτιο, κι ενώ από δίπλα ακού -

    γονταν οι θόρυβοι της προετοιμασίας του καφέ, η Μπλουζ

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 41

  • είχε την ευκαιρία να περιεργαστεί το χώρο. Ήταν φανερόότι εδώ περνούσε όλη τη μέρα και τη νύχτα του, απόδειξηη διπλωμένη κουβέρτα και το μαξιλάρι στην άκρη του κα-ναπέ. Το δωμάτιο είχε αυτή την άτακτη τάξη που έχουν οιχώροι όπου κάποιος μένει διαρκώς και η βολή υπερισχύει.Ήταν ευρύχωρο, ψηλοτάβανο, με ξύλινα δοκάρια στο ταβά-νι του. Δύο τοίχοι καλύπτονταν από βιβλιοθήκες που ξε-χείλιζαν από βιβλία. Υπήρχαν τακτοποιημένα σε σειρές,αλλά και άλλα, χωμένα ανάμεσα στο παραμικρό κενό. Τογραφείο ήταν σκεπασμένο από βιβλία, λεξικά διαφόρωνχρωμάτων, χαρτιά, μολυβοθήκες, μια ξύλινη κάσα παλαιούτυπογραφείου, με γεμάτες τις θήκες της από συνδετήρες,πινέζες, χαρτάκια σημειώσεων, μαρκαδόρους, γόμες καιξύστρες, καρφίτσες με χρωματιστά κεφάλια, ανα πτήρεςκαι σπίρτα.

    Μπροστά από τη μια βιβλιοθήκη ένας καναπές μεφθαρμένη ταπετσαρία κι απέναντί του πάνω σ’ ένα χαμηλόντουλάπι μια τηλεόραση κι ένα DVD player. Δεκάδες DVDήταν στοιβαγμένα πλάι του. Άρα, σκέφτηκε η Μπλουζ,βλέπει τηλεόραση και DVD. Και παραξενεύτηκε, γιατί είχεφανταστεί –αφελώς– ότι αυτός ο αναχωρητής της ζωής θαήταν μακριά από την τεχνολογία. Πάντως υπολογιστής δενυπήρχε. Μόνο μια παμπάλαια γραφομηχανή ξεκουραζότανδίπλα στην τηλεόραση.

    Ένα τεράστιο τζάκι άναβε στην τρίτη πλευρά του δω-ματίου. Η φωτιά έτριζε και πετούσε σπίθες, δημιουργώ-

    ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 42

  • ντας μια απατηλά φιλική ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά του κα-μένου ξύλου είχε απλωθεί παντού.

    Στο χαμηλό τραπεζάκι που βρισκόταν ανάμεσα στηνπολυθρόνα της και στον καναπέ υπήρχε ένα σταχτοδοχείογεμάτο αποτσίγαρα, τρεις αναπτήρες, ένα μπολ γεμάτοπαστίλιες για το λαιμό, ένα ωραίο μπλε μπουκάλι που έ-γραφε «ΠΙΕΣ ΜΕ» κι ένα παράξενο ομοίωμα κέικ που έγρα-φε «ΦΑΕ ΜΕ».

    Η Μπλουζ κοιτούσε αποσβολωμένη το μπουκάλι και τοπορσελάνινο κέικ. Της Αλίκης, σκέφτηκε. Από το Ταξίδιτης στη Χώρα των Θαυμάτων. Κι έντρομη τα συνέδεσε μετα λευκά γάντια που είχε βρει στο συρτάρι του ξενώνα. Τισόι παιχνίδι παίζεται εδώ; σκέφτηκε με δέος.

    Από τις σκέψεις της την έβγαλαν τα βήματα του άντραπου επέστρεφε από την κουζίνα.

    Χωρίς να πει το παραμικρό, ο άντρας έκανε χώρο στοτραπεζάκι. Κρατούσε το μπρίκι στο ένα χέρι και στο άλλοισορροπούσαν δυο κούπες. Έβαλε τα φλιτζάνια στο τραπε-ζάκι κι έριξε με μαεστρία τον καφέ, ανεβοκατεβάζοντας τομπρίκι πότε στο ένα και πότε στο άλλο φλιτζάνι, ώστε ναμοιραστεί δίκαια το καϊμάκι.

    Έφυγε πάλι, κι επιστρέφοντας πήρε προσεκτικά τηνκούπα του και την τοποθέτησε στο γραφείο του. Κάθισεστη θέση του, οχυρωμένος πίσω από το γραφείο, που τουεξασφάλιζε μια απόσταση ασφαλείας, κι άναψε τσιγάρο.

    «Εσύ μάλλον θα προτιμήσεις τα δικά σου», της είπε.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

    fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 43

  • Η Μπλουζ πράγματι έστρι